- κορνάρω
- κορνάρω, κόρναρα και κορνάρισα βλ. πίν. 53
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
κορνάρω — πατώ την κόρνα τού αυτοκινήτου, σφυρίζω με την κόρνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. cornare] … Dictionary of Greek
κορνάρω — (λ. ιταλ.), σαλπίζω με το κόρνο των αυτοκινήτων: Γιατί δεν κορνάρισες στη στροφή του δρόμου; … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κορνάρισμα — το [κορνάρω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού κορνάρω, το σφύριγμα με την κόρνα … Dictionary of Greek
ακορνάριστος — η, ο [κορνάρω] αυτός που δεν κορνάρισε, που δεν προειδοποίησε με κορνάρισμα … Dictionary of Greek
μπαλαντζάρισμα — και παλαντσάρισμα, το αστάθεια, διακύμανση. [ΕΤΥΜΟΛ. < μπαλαντζάρω, κατά τα ουδ. σε ισμα (πρβλ. κορνάρω: κορνάρισμα] … Dictionary of Greek